- τσίφτης
- ο , τσίφτισσα η способный, одарённый человек
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τσίφτης, -ισσα, -ικο — (λ. τουρκ.), αρσ. πληθ. ηδες 1. τέλειος, άψογος, φίνος, εντάξει: Είναι τσίφτης στο ντύσιμό του. 2. ικανός, καπάτσος: Δώσ του δύσκολη δουλειά, είναι τσίφτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσίφτης — ο, θηλ. τσίφτισσα, Ν 1. (για πρόσ.) α) τέλειος, άψογος β) ευκίνητος, γρήγορος, καπάτσος («χτύπα τα πόδια τσίφτισσα, τσιγγάνα τουρκογύφτισσα», λαϊκό τραγούδι) 2. ζωολ. κοινή ονομασία τού γερακιού Μilvus migrans τής οικογένειας accipitridae.… … Dictionary of Greek
εμπέριζα — γένος πτηνών τής οικογένειας τών σπιζιδών (αμπελουργός, κρασοπούλι, τσίφτης κ.ά.) … Dictionary of Greek
μίλβος — ο ζωολ. βλ. τσίφτης … Dictionary of Greek
τσίφτικος — η, ο, Ν [τσίφτης] αυτός που αρμόζει σε τσίφτη. επίρρ... τσίφτικα Ν με τσίφτικο τρόπο … Dictionary of Greek
τυπάς — (I) άδος, ἡ, Α βλ. τυπάδα. (II) ο, Ν (ιδιωμ. τ.) 1. αυτός που έχει ύφος 2. καπάτσος, τσίφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + κατάλ. άς (πρβλ. γυναικ άς, φαφλατ άς)] … Dictionary of Greek